- προμάθεια
- ἡ, Α(δωρ. τ.) βλ. προμήθεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
προμάθεια — προμά̱θεια , προμήθεια foresight fem nom/voc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προμήθεια — Γιορτή της αρχαίας Αθήνας προς τιμήν του Προμηθέα. Ήταν πανάρχαιη ετήσια γιορτή στη διάρκεια της οποίας γινόταν και λαμπαδηφορία. Κατά τον Παυσανία, η λαμπαδηφορία είχε αφετηρία τον βωμό του Προμηθέα στην Ακαδημεία και τέρμα της την Ακρόπολη. * * … Dictionary of Greek